Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

Κι όμως ο Αϊ Βασίλης ΥΠΑΡΧΕΙ...

Θυμάμαι την πρώτη μου Χριστουγεννιάτικη περιπέτεια με τη γιαγιά μου. Ήμουν ακόμα μικρό παιδάκι. Θυμάμαι που διέσχισα την πόλη με το ποδήλατό μου γιά να πάω να τη δω. Καθώς πηγαίναμε, η μεγαλύτερη αδερφή μου έριξε τη βόμβα: "Δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης", με κορόιδεψε. "Ακόμα και οι χαζοί το ξέρουν αυτό".

Η γιαγιά μου δεν ήταν ποτέ υπερβολικά εκδηλωτική...
Έτρεξα σ’αυτήν επειδή ήξερα ότι θα είναι ειλικρινής μαζί μου. Ήξερα ότι η γιαγιά μου πάντα έλεγε την αλήθεια. Ήξερα επίσης ότι η αλήθεια κατέβαινε πιό εύκολα όταν την άκουγες μασουλώντας ένα από τα "διάσημα" κουλουράκια κανέλλας της γιαγιάς. Το ήξερα πως ήταν διάσημα, διότι μου το είχε πει η γιαγιά μου. Άρα, έπρεπε να είναι αλήθεια.

Η γιαγιά ήταν σπίτι, και τα κουλουράκια της ακόμα ζεστά. Καθώς έτρωγα, της τα διηγήθηκα όλα. "Δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης;", είπε περιφρονητικά. "Ανοησίες! Μην το πιστεύεις αυτό! Αυτή η φήμη κυκλοφορεί χρόνια τώρα, και με νευριάζει πάρα πολύ. Τώρα, πάρε το παλτό σου, και πάμε".

"Πού; Πού θα πάμε, γιαγιά;", τη ρώτησα. Δεν είχα ακόμα τελειώσει το δεύτερο διάσημο κουλουράκι μου.

Το "πού", ήταν τελικά το κατάστημα Kerby, το μόνο μαγαζί στην πόλη μας που είχε λίγο απ’όλα. Μόλις μπήκαμε μέσα, η γιαγιά μου μου έδωσε δέκα δολάρια. Ήταν αρκετά λεφτά εκείνη την εποχή. "Πάρε αυτά τα λεφτά", μου είπε, "και πήγαινε να αγοράσεις κάτι γιά κάποιον που το χρειάζεται. Εγώ θα σε περιμένω στο αυτοκίνητο".
Γύρισε και έφυγε από το κατάστημα.

Ήμουν μόνο οκτώ χρονών. Είχα πάει πολλές φορές γιά ψώνια με τη μητέρα μου, αλλά δεν είχα ποτέ ψωνίσει κάτι μόνος μου. Το κατάστημα έδειχνε μεγάλο, γεμάτο ανθρώπους που έτρεχαν να τελειώσουν τα Χριστουγεννιάτικα ψώνια τους. Γιά λίγες στιγμές απλά στεκόμουν εκεί, μπερδεμένος, με τα δέκα δολάρια στο χέρι, και αναρωτιόμουνα τι να ψωνίσω και γιά ποιόν. Σκέφτηκα αυτούς που ήξερα: Την οικογένεια μου, τους φίλους μου, τους γείτονες, τα παιδιά στο σχολείο, τον κόσμο που ήξερα από την εκκλησία.

Δεν είχα πια ποιόν να σκεφτώ, όταν ξαφνικά θυμήθηκα τον Bobby Decker. Ήταν ένα αγοράκι με αναπνοή που μύριζε άσχημα και απεριποίητα μαλλιά, και καθόταν πίσω μου στη Δευτέρα τάξη, όπου είχαμε δασκάλα την κυρία Pollock. Ο Βobby Decker δεν είχε παλτό. Το ήξερα διότι ποτέ δεν έβγαινε γιά διάλειμμα το χειμώνα. Η μητέρα του πάντα έγραφε ένα σημείωμα γιά τη δασκάλα, λέγοντάς της ότι είχε βήχα, αλλά όλα τα παιδιά ξέραμε ότι δεν ήταν έτσι: Δεν είχε ένα γερό παλτό. Κράτησα το δεκαδόλαρο στο χέρι μου με ενθουσιασμό... Θα αγόραζα στον Bobby Decker ένα παλτό. Διάλεξα ένα κόκκινο, με κουκούλα. Έδειχνε πολύ ζεστό, και αυτό θα του άρεσε.

"Είναι γιά δώρο;", με ρώτησε με ευγένεια η ταμίας, καθώς της έδινα τα δέκα μου δολάρια. "Μάλιστα, κυρία", της απάντησα ντροπαλά. "Είναι γιά τον Bobby".

Της είπα όλη την ιστορία, και πόσο πολύ ο Bobby χρειαζόταν ένα παλτό, που δεν είχε. Δεν πήρα ρέστα, αλλά η κυρία έβαλε το δώρο μου σε μιά σακούλα, μου χαμογέλασε και μου ευχήθηκε Καλά Χριστούγεννα.

Το ίδιο βράδυ, η γιαγιά μου με βοήθησε να τυλίξω το παλτό. Μιά μικρή ετικέτα έπεσε εκείνη τη στιγμή από πάνω του και η γιαγιά μου τη μάζεψε και την έβαλε στη Βίβλο της. Βάλαμε Χριστουγεννιάτικο χαρτί περιτυλίγματος και κορδέλες. Η γιαγιά μου έγραψε: "Στον Bobby, από τον Άγιο Βασίλη".

Η γιαγιά μου μου εξήγησε ότι ο Άγιος Βασίλης απαιτούσε μυστικότητα. Μετά, με πήγε με το αυτοκίνητο στο σπίτι των Decker, εξηγώντας μου στο δρόμο ότι, από δω και πέρα, ήμουν επίσημα και γιά πάντα ένας από τους βοηθούς του Άγιου Βασίλη.

Παρκάρισε λίγο μακριά από το σπίτι του Bobby, και μαζί, χωρίς να κάνουμε θόρυβο, πήγαμε και κρυφτήκαμε στους θάμνους μπροστά στο σπίτι του. Τότε, η γιαγιά με σκούντησε: "Έλα, Άγιε Βασίλη", ψιθύρισε. "Ώρα να πηγαίνεις". Πήρα μιά βαθιά αναπνοή, έτρεξα στην πόρτα, άφησα το δώρο, χτύπησα το κουδούνι και τρέχοντας γύρισα πίσω στην ασφάλεια των θάμνων και στη γιαγιά μου.

Μαζί περιμέναμε με ανυπομονησία στο σκοτάδι γιά ν’ανοίξει η πόρτα. Τελικά άνοιξε, και είδαμε τον Bobby.

Πενήντα χρόνια δεν έχουν ξεθωριάσει τις στιγμές αυτές, που με αγωνία περιμέναμε με τη γιαγιά μου κρυμμένοι στους θάμνους του Bobby Decker. Εκείνη τη νύχτα, συνειδητοποίησα ότι αυτές οι απάισιες φήμες γιά τον Άγιο Βασίλη ήταν ακριβώς αυτό που μου είχε πει η γιαγιά: Ανοησίες. Ο Άγιος Βασίλης υπήρχε, κι εμείς είμασταν μέλη της Ομάδας του.
Ακόμα έχω τη Βίβλο της, με το καρτελάκι της τιμής που είχε πέσει τότε από το παλτό: Δολάρια 19,95.

Να έχετε πάντα Αγάπη και να τη μοιράζεστε.
Να έχετε καλή υγεία και Φίλους που σας νοιάζονται...
... και ΠΑΝΤΑ να πιστεύετε στη μαγεία του Άγιου Βασίλη.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ σε όλους!

4 σχόλια:

  1. Loipon epimeno AKOMA oti o agios vasilis dn uparxei...apla i grioula i8ele na...pos na to po...(pos lene alloi istories gia na tous kanoun na niosoun kalitera kai na xaroun,etsi)Giagia einai auti...kai prepei na paradexteis oti exo dikio!!!karettiniii!!!maria

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ότι και να λες Άγιος Βασίλης ΥΠΑΡΧΕΙ ... και είναι τιμή μου να με θεωρεί μέλος της Ομάδας του.

    Και εσύ κάτσε κάνε κάνε παρέα στα καλικατζαράκια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Όχι σε αυτή!
    Αλλά ... μια φορά, πριν από χρόνια, ο Άγιος Βασίλης με πλησίασε μυστικά ένα βράδυ, σε μια Χριστουγεννιάτικη Προσκοπική εκδρομή, και μου ψυθίρισε στο αυτί ότι όσοι Πρόσκοποι φροντίζουν στη ζωή τους ..."να βοηθούν κάθε άνθρωπο σε κάθε περίσταση" τότε σε κάθε Χριστούγεννα που θα έρχονται, και για όσο θα τηρούν την Πρσκοπική τους Υπόσχεση, θα αποτελούν αχώριστα μέλη της Ομάδας του!

    Εσείς είστε??

    ΑπάντησηΔιαγραφή